14.11.08

44 . . . από το κάτι


- Αιώρηση. Τα πλέον ειπωμένα ανείπωτά μου σαν σκουριασμένες πρόκες πάνω σε μια κούνια. Ζαλίζομαι με το διαρκές μπρος-πίσω. Γέμισα πάλι αγκίδες αδημονώντας μήπως και με δεις. "Και πάντα προσμένω μα δεν σε καλώ". Αιωρούμαι λίγο προτού πηδήξω από την αναθεματισμένη κούνια.

- Μα είναι σαν να μου λες ότι πρέπει να σε ξεριζώσω από μέσα. Από εδώ. Μέσα. Για να σε βγάλω και να σε δω απέναντι. Γιατί να σε δω απέναντι. Εδώ μέσα δεν σε χάνω. Εκεί έξω πάνω σε μια κούνια, στο ψηλά θα σε βλέπω και στο χαμηλά θα σε χάνω.

- Γιατί το μέσα που λες γίνηκε απατηλό. Γιατί κουράστηκα. Γιατί κι εγώ σε έχω μέσα μου αλλά στο δείχνω κιόλας. Γιατί πόσο ζήτουλας άλλο να γίνω για ελάχιστη προσοχή; Στο έξω, όχι στο μέσα. Γιατί όποτε ζητήσω, γίνεται φόβος+πίεση+ενοχές+φευγιό. Γιατί και που το λέω δεν ακούγομαι. Γιατί το πέρα-δώθε του έξω με γαμάει και είναι λες το μέσα να μην υπάρχει πια.

24.7.08

43...από το κάτι


- Περπατώ, περπατώ μεσ' στο δάσος τώρα που ο λύκος δεν είναι εδώ. Λύκε; Λύκε; Ήσουν εδώ; Ήσουν εδώ. Τότε. Τώρα αλλιώς. Περνάει ο χρόνος. Περνάει ο δρόμος. Περνάει ο πόνος. Περνάει. Μένει. Κάτι μένει. Από το τότε στο τώρα. Μόνο που κουβαλιέται. Γιατί το μυαλό αντέχει. Γιατί το μέσα αντέχει. Γιατί τώρα έχει χώρο. Και έχει και φως. Που μπαίνει. Μπαίνει από τα παράθυρα. Μπαίνει από τις γρίλιες. Το φως σου που μπαίνει. Και μένει. Εδώ μέσα. Φωτεινά τα μέσα κι ας κάνει σκοτάδια παντού. Παντού Λύκε. Ας κάνει σκοτάδια παντού πια λύκε. Τα σκοτάδια σου είναι του έξω πια. Και τα σκοτάδια του έξω δεν φοβίζουν πια. Περπατώ, περπατώ μέσα στο δάσος, τώρα που ο λύκος δεν είναι εδώ. Αυτή; Αυτή; Ήσουν εδώ; Ήσουν εδώ. Είσαι εδώ;

- Eδώ είμαι. Είχα θάψει τα κλειδιά, πάλι καλά να λες που το μνημονικό δεν με πρόδωσε ακόμα. Όλον αυτόν τον καιρό σε χαζεύω ενώ γεμίζεις φως. Ξέρεις, με τρόμαξες πολλές φορές, με το φως σου αυτό κόντεψες να γίνεις εσύ ο Λύκος. Είναι βλέπεις που ήθελες να κατασπαράξεις ό,τι σε περιόριζε. Τώρα όμως, το φως αυτό είναι σαν την ώρα του σούρουπου, όπου μόνο αποδοχή και ψυχραιμία προσφέρει. Και σε ΄σένα που το εκπέμπεις και σε ΄μένα που το παρατηρώ.

- Χάνεις τον έλεγχο. Χάνεις το μέτρο. Χάνεις ακόμα και όταν κερδίζεις. Παίρνεις φόρα. Παίρνεις και σε παίρνει. Σε παίρνει η μπάλλα. Σε παίρνει και σε σηκώνει. Είναι ωραία στο συννεφάκι εκεί πάνω. Που πετάς στα σύννεφα. Πρώτα μια φωνή: "Χαμήλωσε, από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα..." Και μετά ένα χέρι. Και μετά ένας άνθρωπος. Και μετά μια ζωή. Και μετά κι άλλοι άνθρωποι. Και μετά η ζωή σου. Καινούρια. Λουστρίνι. Μην κάνεις ότι εδώ μιλάμε μόνο για μένα. Πάλι κάνεις ότι εδώ μιλάμε μόνο για μένα;

- Πάλι το κάνω, ε; Το άλλο δεν μου είναι εύκολο. Τί να σου πω; Το σύννεφο άλλωστε το κουβαλώ από τότε που διαλέχτηκε το όνομά μου. Το φως σιγά σιγά εισχωρεί μέσα μου, του το επιτρέπω πια, νομίζω.

- Πιαστείτε από το χέρι. Δυάδες. Όπως στις εκδρομές του δημοτικού. Τότε. Και. Περπατώ, περπατώ μέσ' στο δάσος, όταν ο λύκος δεν είναι εδώ. Λύκε; Λύκε; Είσαι εδώ; Σκασίλα μου λύκε. Κοίτα την. Με κρατάει από το χέρι.

5.12.07

41 . . . από το κάτι

- Καλημέρα σε ΄ψαχνα να σου πω...

- Καλό απόγευμα, για πες...

- Μια εικόνα με την αιώρηση του έρωτα. Για να βλέπεις αυτό που νοιώθεις αυτέ. Εκεί όπου αφήνονται τα άκρα στο κενό ενώ γερά κρατιέσαι πάνω σ΄ένα κορμί άλλο.

6.11.07

40 . . . από το κάτι


-Ανακυκλώνω χαρτιά, σκέψεις, εικόνες, σκέψεις, στιγμές, συναισθήματα, χάδια και τόσα ακόμα. Λες έτσι να γίνουν πρωτόγνωρα; Και δεν βρίσκω φωτογραφία έχω να σου πω.

- Τα παλιά να μείνουν παλιά. Το πριν να μείνει πριν. Και το τότε, τότε. Κρίμα το πρωτόγνωρο να είναι ανακυκλωμένο. Να είναι το από 'δω και πέρα. Καινούριο σενάριο. Γοητευτικό. Άλλο. Η ανακύκλωση βοηθάει το περιβάλλον. Και το περιβάλλον του πρωτόγνωρου. Να το κάνει από μόνη της, τσου.

- Είναι εύκολα για ΄σένα που ζεις σε αυτό το πρωτόγνωρο περιβάλλον. Αλλά για ΄μένα δεν είναι έτσι...βέβαια ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από ΄μενα οπότε...

- Ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από τον καθένα μας. Εύκολη είναι η ανακύκλωση. Αλλά αυτό δεν είναι ζωή. Γιατί θες επανάληψη του αυτονόητου για σένα. Αφού το ξέρεις.

11.10.07

39 . . . από το κάτι

- Ξέρεις τι; Νομίζεις ότι έχουν καεί τα λαμπάκια. Σαν αυτά του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, που καίγονται και πάνε. Την επόμενη χρονιά τα βγάζεις από την κούτα. Δεν θυμάσαι. Και δοκιμάζεις. Και ανάβουν πάλι. Ανάβουν. Αναβοσβήνουν. Και σε φωτίζουν. Σε φωτίζουν όπως τότε. Που ήσουν παιδί και σε έπαιρνε ο ύπνος χαζεύοντας το άναψε και το σβήσε. Έχω γυρίσει πίσω. Έχω γυρίσει μέσα. Και έχει πράγματα εδώ που δεν θυμόμουν. Και που δεν έχω νιώσει. Και που δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Και έχουν αρχίσει να ανάβουν πάλι, τα φωτάκια τα μέσα. Και ας μη με φωτίσουν καθόλου εμένα. Εξάλλου δεν τα άναψα εγώ. Και ούτε ήταν ότι δεν υπήρχαν. Αλλά δεν υπήρξε για καιρό ένα χέρι να αγγίξει τον διακόπτη. Έτσι. Κι εγώ ήθελα μια ζωή ένα Σπιτί με φωτάκια όλο τον χρόνο. Και τώρα υπάρχει το μονοπάτι και ένα φως που φαίνεται εκεί.

- Λαμπάκια να ζεσταίνουν το σπίτι, να φωτίζουν αγάπη, να κατεβαίνει ο ουρανός μέσα στο σπίτι και να γίνεται το κάθε ένα από αυτά τα λαμπάκια, ευχές που τσουπ, εμείς, οι άνθρωποί σου, να πιάνουμε τη μία μετά την άλλη και να τις εκπληρώνουμε. Όχι για εσένα, αλλά με εσένα. Όμορφα που φωτίζει η καρδιά σου αυτέ μου.

- Θέλω να φέρω κι αυτά τα λόγια εδώ: "...Πιστεύω πως ο άνθρωπος καθορίζεται από τρία κομμάτια του:Την κληρονομικότητά του. Την αγωγή και το περιβάλλον του. Και την ελευθερία του. Την τρομερή ελευθερία του που μπορεί να φέρει τούμπα και τα δύο προηγούμενα. Φοβόμαστε όμως να είμαστε ελεύθεροι γιατί η ελευθερία απαιτεί δουλειά κι ευθύνη. Προτιμούμε να ζαρώνουμε σε μια ''ξεκούραστη'' δυστυχία, σε μια ηδονική γκρίνια, από τους ανοιχτούς ορίζοντες..." που δεν είναι δικά μου. Είναι της Μάρως Βαμβουνάκη. Φτάνει η "ξεκούραστη" δυστυχία. Φτάνει η ηδονική γκρίνια. Θέλω καινούριο σενάριο. Και μνήμες. Χτισμένες πάνω στις παλιές. Αυτές οι ωραίες μνήμες που πάνε παραπέρα. Και αυτές οι ωραίες οι καινούριες.

- Να με χωράς σε παρακαλώ, στη μνήμη που διαρκεί.

- Αν θες, παρακάλεσε για χώρο και για τους άλλους, όχι για εσένα, εσύ εδώ είσαι...

6.9.07

38 . . . από το κάτι

- Ένας αχταρμάς. Σε όλο μου, όμως. Τις τελευταίες μέρες υποδύομαι ρόλους. Και δεν ξέρω αν το κάνει χειρότερο το ότι τους μπερδεύω. Εκεί που είμαι έτσι, γίνομαι αλλιώς. Και το αλλιώς μπαίνει στο έτσι κι φτου από την αρχή. Δεν είναι πως θέλω παρηγοριά, είναι που περιμένω ξένα χέρια για να μου χαιδέψουν τα μαλλιά. Είναι που δεν διακρίνω την αγάπη και που όταν αυτή δηλώνει την παρουσία της, τότε αμιβάλλω για τη διάρκεια. Και τι ρόλο τραβάνε οι άλλοι, ακόμα κι εσύ; Έδω και μερικές ώρες, έχω στα χέρια μου ένα σενάριο. Κι αυτός ο ρόλος λέει να ξέρω πως ο χρόνος της αγάπης μπορεί να γίνει μόνο μια υπόσχεση που την παίρνει ο άερας. Αυτός, ο αέρας ο κοπανιστός.

- Παλιά μπορεί να με τρόμαζες. Τώρα ξέρω. Μη κοιτάς που μερικές φορές πονάνε τα χέρια μου. Αφού εσύ μόνο με μια ανάσα αγάπης μπορείς να αναπνέεις για πάντα. Και όχι γιατί αυτό που παίρνεις είναι αρκετό, αλλά γιατί αυτό που είσαι το κάνει πολύ.

- Τα δικά μου χέρια πονάνε, εσύ βαριέσαι λες. Και δεν μου φτάνει μια ανάσα. Ίσως μόνο αυτή που θα γίνει φιλί μέσα στο στόμα. Αλλά αυτό είναι για άλλον. Τότε που στον ρόλο της Ωραίας Κοιμωμένης είμαι εγώ και του Πρίγκηπα εκείνος. Μισό να ξεντυθώ από αυτό το παραμύθι. Να, είδες; Άι σιχτίρ. Δεν μου φτάνει μια ανάσα και δεν ξέρω τι σου φτάνει κι εσένα. Και ναι, τώρα μπήκα σε θρίλερ, πρόσεχε τις λακκούβες μου.

- Από εδώ δεν κάνει καθόλου έλλειψη. Από εκεί όταν κάνει μίλα. Τι να μου κάνουν οι λακκούβες. Να λασπωθώ; Να στραμπουλίξω το πόδι μου; Όλα είναι λίγο. Αρκεί εμείς να μην είμαστε λίγοι.