8.2.07

12...από το κάτι

The inside house by =daaram



- "Aσε να μπει λιγάκι φως σ'αυτό το σπίτι. Tόσα μερόνυχτα που έμενε κλεισμένο όσοι το βλέπανε το λέγαν στοιχειωμένο,πετάγαν πέτρες να του σπάσουν το φεγγίτη. Κάτι Τρίτες που τα βράδια ήτανε κρύα, τους τρόμαζε κι εκείνο τρομαγμένο, έτσι όπως του 'χανε στην πόρτα καρφωμένο ένα μεγάλο σιδερένιο Δεκατρία. Aσε να μπει λιγάκι φως σ'αυτό το σπίτι, τόσα δωμάτια,τόσα χρόνια τόσο άδεια, γέμισε ο χρόνος τους καθρέφτες του σημάδια, γέμισε ο πόνος τα θεμέλια δυναμίτη. Ποιος να 'χει τώρα το κλειδί; Που να το κρύβει; Σε ποιου χαμένου πηγαδιού τη μαύρη κοίτη; Ποιος να 'ναι αυτός που τόσο επίμονα κοιτάζειμέσα απ'το δάσος σ'αυτό το σπίτι.Έλα και κάθισε για λίγο εδώ κοντά μου. Άπλωσε σ' ένα βλέμμα όλη τη ζωή σου.Μπορεί να έμενες παλιά εδώ θυμήσου. Νομίζω σ'έχω ξαναδεί στα όνειρα μου."

- Σε ένα του βλέμμα να χωράει όλη του η ζωή του κι εγώ να την δω απλωμένη μέχρι την πιο στοιχειωμένη σκέψη του. Ν΄ανατιναχτεί ο πόνος του που στοιβάχτηκε καιρό τώρα, να ξεκλειδωθούν οι σκουριασμένες κλειδαριές της σκέψης του και να γίνω από όνειρό του, πραγματικότητα. Μην με κουνάς αυτέ, μην με ξυπνάς.

- Δε σε κουνάω για να ξυπνήσεις. Σε κουνάω για να κοιμηθείς. Κι εκεί άμα θες θα έρθω να σε κουνάω στην κούνια του κήπου. Αλλά φρόντισε τουλάχιστον στο όνειρο να είναι όλα αληθινά. Αφού στον ξύπνιο τα μισά είναι ψεύτικα.

- Κι αν έρθεις να μου κλέψεις το όνειρο προτού γίνει αλήθεια και το πετάξεις σε κάποιο αδιέξοδο στενό της γειτονιάς; Είχα ανάψει κερί στο σπίτι μια φορά κι εσύ είδες την ευχή. Εκείνη που πρώτα φύσηξα μαλακά κι έπειτα γελάσα δυνατά, να σε παραπλανήσω. Μήπως και βγει αληθινή κι όχι στοιχειωμένη. Θες να ξεστοιχειώσεις μια ευχή ή ένα βλέμμα σου; Αν ναι, βγάλε την σ΄ετούτο το φως που μπαίνει δειλά από το παράθυρο.

- Τις θέλω τις στοιχειωμένες ευχές μου. Και τα στοιχειωμένα βλέμματα. Και τα στοιχειωμένα όνειρα. Αυτά τουλάχιστον έχουν ένα στοιχειό μέσα τους. Τις άδειες ευχές. Τα άδεια βλέμματα. Και τα άδεια όνειρα είναι που πρέπει να καταχωνιάσω τώρα κάπου. Γιατί για να τα βγάλω στο φως, ούτε κουβέντα.

3 comments:

northaura said...

το φως ομως δεν ειναι μια ωραια κρυψωνα για να καταχωνιαζεις αυτα που "ουτε κουβεντα";

αυτη said...

Νοrthaura ο αυτός παίζει κρυφτό, ψάξε ψάξε θα τον βρω που θα μου πάει και τότε θα πω φτου ξελευθερία στα καταχωνιασμένα του "ούτε κουβέντα".

Anonymous said...

Aγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόνου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Eτεοκλή και τον Πολυνείκη,
Aγγελική και μαύρη μέρα―
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες,
Tραγούδησε μικρή Aντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη―
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα―
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Nηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης―
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε δεν θ’ αγαπήσει,
στο φώς―
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο το γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φώς της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

Γ. ΣEΦEPHΣ

MIA ANAΣOYΛA KAI ΓIA TOYΣ ΔYO ΣAΣ