- Αχνιστή και φρεσκοφουρνισμένη καλημέρα, αυτέ. Με ένα ξύλινο φτυάρι ξεφούρνιζε τα ψωμιά ο κύριος Γρηγόρης, ο φούρναρης. Ήταν εκείνος που σχολίασε ως άντρας τα "μπαλκόνια" μου, στην αρχή της εφηβείας. Αναψοκοκκίνισα κι έκοψα λίγη από την κόρα βιαστικά, να μασουλήσω αντί να του απαντήσω. Όταν αγοράζεις ψωμί κόβεις τη γωνιά του περπατώντας προς το σπίτι; Τα ακροδάχτυλά σου καίγονται από την καυτή ψίχα;
- Στόμα μπουκωμένο κομπλιμέντα. Τα κομπλιμέντα να τα ντύνεσαι. Δεν είναι ανάγκη να τα καταπίνεις. Έκοβα τη γωνία για το αχνιστό της εικόνας, για τη μυρωδιά που γινόταν γεύση και για να παντρευτώ μοναχοκόρη. Έτσι δε λένε; Έπιασε. Εσύ; 'Εβαζες γαριδάκια μέσα στο ψωμάκι; Έτρωγες βρεγμένο παξιμάδι με ζάχαρη; Βούταγες το δάχτυλο στο βαζάκι με το γλυκό του κουταλιού; Πέρασαν. Αλλά άφησαν. Μυρωδιές και γεύσεις κ' ένα χαμόγελο που δακρύζει στην άκρη... Καλημέρα αυτή. Καλή που θα 'ναι αυτή η εβδομάδα...
- Άραγε Τα κοπλιμέντα βγαίνουν σε μεγέθη, τυποποιημένα όπως το ψωμί που πουλάνε στο super market; Το ζεστό ψωμάκι, ξέρεις αυτό με το σουσάμι που πέφτει λες κι είναι κρατσανιστά δάκρυα, είχε ίον αμυγδάλου, που έλιωνε κι έμπλεκε τη γεύση. Από τα άλλα που με ρωτάς μόνο το γλυκό του κουταλιού, η γλυκάδα του να φτάνει μέχρι τον εγκέφαλο. Τα ψίχουλα εσύ τα σκορπάς έξω ώστε να τα φάνε τα πουλάκια; Όχι της αγάπης, του κολατσιού σου.
- Όχι τα περιστέρια. Με ενοχλούν. Τρώνε τσαπατσούλικα. Μπορώ να ρίξω όσο ψιχουλάκια θες στο σπουργίτι που χτυπάει το τζάμι μου. Πόσες εικόνες έχουν χαθεί; Πόσο καιρό έχω να δω ένα σπουργίτι στο τζάμι μου; Φεύγουν οι εικόνες. Φεύγουν οι μυρωδιές. Φεύγουν οι άνθρωποι. Φεύγουν κάποιοι έρωτες. Άλλοι μένουν για πάντα. Φεύγουν κι οι ανάγκες. Ξεχνιούνται. Γίνονται συνήθεια. Χειρότερα. Γίνονται αναβολές. Και το μόνο που χορταίνει πια με τα ψίχουλα σου είναι το σπουργίτι που χτυπάει το τζάμι με το ράμφος του. Παλιά χόρταιναν κι οι άνθρωποι. Εγώ χορταίνω. Κι ας λέω πάντα ότι τα ψίχουλα, είναι ψίχουλα. Θες ψίχουλο; Μερικές φορές δεν έχω τίποτα παραπάνω να δώσω...
- Σ΄εμένα όλα μένουνε και σκορπάνε από μόνα τους γιατί δεν με αντέχουνε μετά. Μπαίνουνε στο φούρνο και γίνονται παξιμαδοψίχουλα. Κι η γεύση τους είναι χωμάτινη, όπως το χώμα όπου σκορπιούνται οι άνθρωποι. Μην με ρωτάς αν θέλω, είναι από τις στιγμές που το φοβάμαι το ρήμα αυτό, άσε κράτα το ψίχουλο γιατί αν μετά το ζητήσεις πίσω πώς να το βρω να στο επιστρέψω;
- Στόμα μπουκωμένο κομπλιμέντα. Τα κομπλιμέντα να τα ντύνεσαι. Δεν είναι ανάγκη να τα καταπίνεις. Έκοβα τη γωνία για το αχνιστό της εικόνας, για τη μυρωδιά που γινόταν γεύση και για να παντρευτώ μοναχοκόρη. Έτσι δε λένε; Έπιασε. Εσύ; 'Εβαζες γαριδάκια μέσα στο ψωμάκι; Έτρωγες βρεγμένο παξιμάδι με ζάχαρη; Βούταγες το δάχτυλο στο βαζάκι με το γλυκό του κουταλιού; Πέρασαν. Αλλά άφησαν. Μυρωδιές και γεύσεις κ' ένα χαμόγελο που δακρύζει στην άκρη... Καλημέρα αυτή. Καλή που θα 'ναι αυτή η εβδομάδα...
- Άραγε Τα κοπλιμέντα βγαίνουν σε μεγέθη, τυποποιημένα όπως το ψωμί που πουλάνε στο super market; Το ζεστό ψωμάκι, ξέρεις αυτό με το σουσάμι που πέφτει λες κι είναι κρατσανιστά δάκρυα, είχε ίον αμυγδάλου, που έλιωνε κι έμπλεκε τη γεύση. Από τα άλλα που με ρωτάς μόνο το γλυκό του κουταλιού, η γλυκάδα του να φτάνει μέχρι τον εγκέφαλο. Τα ψίχουλα εσύ τα σκορπάς έξω ώστε να τα φάνε τα πουλάκια; Όχι της αγάπης, του κολατσιού σου.
- Όχι τα περιστέρια. Με ενοχλούν. Τρώνε τσαπατσούλικα. Μπορώ να ρίξω όσο ψιχουλάκια θες στο σπουργίτι που χτυπάει το τζάμι μου. Πόσες εικόνες έχουν χαθεί; Πόσο καιρό έχω να δω ένα σπουργίτι στο τζάμι μου; Φεύγουν οι εικόνες. Φεύγουν οι μυρωδιές. Φεύγουν οι άνθρωποι. Φεύγουν κάποιοι έρωτες. Άλλοι μένουν για πάντα. Φεύγουν κι οι ανάγκες. Ξεχνιούνται. Γίνονται συνήθεια. Χειρότερα. Γίνονται αναβολές. Και το μόνο που χορταίνει πια με τα ψίχουλα σου είναι το σπουργίτι που χτυπάει το τζάμι με το ράμφος του. Παλιά χόρταιναν κι οι άνθρωποι. Εγώ χορταίνω. Κι ας λέω πάντα ότι τα ψίχουλα, είναι ψίχουλα. Θες ψίχουλο; Μερικές φορές δεν έχω τίποτα παραπάνω να δώσω...
- Σ΄εμένα όλα μένουνε και σκορπάνε από μόνα τους γιατί δεν με αντέχουνε μετά. Μπαίνουνε στο φούρνο και γίνονται παξιμαδοψίχουλα. Κι η γεύση τους είναι χωμάτινη, όπως το χώμα όπου σκορπιούνται οι άνθρωποι. Μην με ρωτάς αν θέλω, είναι από τις στιγμές που το φοβάμαι το ρήμα αυτό, άσε κράτα το ψίχουλο γιατί αν μετά το ζητήσεις πίσω πώς να το βρω να στο επιστρέψω;
- Μια από αυτές τις στιγμές που δεν ξέρω αν πρέπει να σε μαλώσω ή να σε φροντίσω. Σαν τα παραμύθια που διαβάζεις στα παιδιά. Δεν είσαι ποτέ σίγουρος ποια είναι η σωστή στιγμή για να πεις το κανονικό τέλος. Ότι η μαμά κατσίκα ανοίγει μ' ένα μαχαίρι τη κοιλιά του λύκου και βγάζει από μέσα τα παιδιά της. Γεμίζει την κοιλιά πέτρες και τον ρίχνει στο πηγάδι. Για μένα τα κατσικάκια παίζουν ακόμα πεντόβολα με τον λύκο, αφού ποτέ δεν τα έφαγε. Τα απήγαγε, αλλά εκείνα κατάφεραν με την καλοσύνη τους και τις τόσες ιστορίες αγάπης που του διηγήθηκαν να τον κάνουν φίλο τους. Η μαμά κατσίκα ακόμα βάζει ένα πιάτο στο τραπέζι για τον λύκο. Τι τέλος θέλεις σήμερα;
- Τίποτα δεν πρέπει, δεν μπορώ να ξέρω τι θες εσύ για εμένα, ούτε καν τι θέλω εγώ από εσένα. Γιατί τα ψίχουλα μοιάζουνε να γίνανε βαρίδια, λες έτσι να πιάνουν πάτο οι άνθρωποι; Καλή όρεξη, τρέχα στη μοναχοκόρη, σου έχει ζεσταμένο το φαί.
- Είναι μια από εκείνες τις ημέρες; Τα ψιχουλάκια γίνονται βαρίδια. Το σουσάμι κρατσανιστά δάκρυα. Πρόσεξε. Δεν ξέρεις μόνο εσύ μαγικά. Ξέρεις με τι ευκολία μπορώ να κάνω τα βαρίδια, φτερά; Τα κρατσανιστά δάκρυα, αστερόσκονη; Ξεντύσου τώρα και φόρα τούτο εδώ; Μην το κοιτάς. Ντύσου χαμόγελο κι έλα...
- Πάω να χωνέψω το χαμόγελο, δεν το ντύθηκα, το κατάπια ατσούμπαλα μόλις, για να μην απαντήσω.
- Εγώ τώρα θα φύγω. Θα γυρίσω αύριο. Και αύριο θα το φοράς. Θα δεις...
No comments:
Post a Comment