31.1.07

5...από το κάτι


- Θα έρχομαι στο σπιτάκι για στοιβαγμένες αναμνήσεις. Θα έρχομαι στο σπιτάκι για τις καινούριες. Για τις από 'δω και πέρα. Για ένα ποτήρι παγωμένο Amaretto και για πολύ καπνό. Και την άνοιξη που τα παράθυρα θα είναι τέντα, θα μπαίνουν μέσα όλα. Λεμονανθοί και πορτοκαλιές και μια αγκαλιά μυρωδιές και χρώματα από τις φρέζες. Και θα ποτίσει το σπιτάκι. Και θα ριζώσει. Και ποτέ πια "rootless trees"...

- Ένα χέρι να αγγίζει τις ρίζες μου και να τις δεχτεί για αυτό που είναι. Αυτός που έδωσε ρίζες στο σπιτάκι, έχει ριζώσει από καιρό στην καρδιά μου. Εσένα πότε θα σε τρομάξουν οι τόσες ρίζες τριγύρω;

- Μα ποιος τρομάζει από τις ρίζες; Μπορούν να με τρομάξουν τα φύλλα που θα έρθει ο καιρός τους. Και θα χάσουν τους χυμούς τους. Και θα γίνουν ένα σκούπισμα του παρμπριζ. Μπορεί ακόμα και ο κορμός των ξενέρωτων ερωτευμένων ή του τζακιού. Με τρομάζουν και οι καρποί. Γιατί μπορεί να μη βρεθεί ένα χέρι τη σωστή στιγμή. Ρίζες θέλουμε παντού. Κι αρκεί να βγάλεις κάπου.

- Θες να έρθεις να μαζέψουμε φύλλα; Να τα βάλουμε φρέσκα και λαχταριστά σ' ένα ανθολόγιο, να γράψουμε από κάτω αναμνήσεις του τώρα μας και μετά να το βρούμε πάλι όταν τα φύλλα θα έχουν ξεραθεί; Γιατί οι αναμνήσεις μας δεν ξεραίνονται, συχνά τις ποτίζω κι ας μην σου δείχνω το μικρό κουβά που το έχω για ποτιστήρι. Και τους σαπισμένους καρπούς αν σκάψουμε τις ρίζες και τους βάλουμε μέσα, θα ξεδιψάσουν τις ψυχές μας.

- Είναι και αναμνήσεις που χάνονται. Μπορεί όχι αυτούσιες. Αλλά λίγο οι μυρωδιές. Λίγο τα χρώματα. Ξεπλένονται σιγά - σιγά. Γίνονται φωτογραφίες με πολύ κίτρινο. Δεν έρχεται και ένα πρωτοβρόχι. Ούτε καν στο τέλος του Γενάρη. Να πέσει στο χώμα και να μυρίσει παιδική ηλικία. Κοντά παντελονάκια και ποδόσφαιρο στην γειτονιά μέχρι τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Υπάρχει άνθρωπος που να μύρισε βρεγμένο χώμα και να το ξέχασε; Πάμε να μαζέψουμε βροχή;

- Τον χορό της βροχής δεν τον γνωρίζω, την μουσική της όμως ναι μαζί με την μυρωδιά της. Κι αν δεν έρθει μοναχή της, με την μάνικα έλα να ρίξουμε νερό στα φυλλώματα, εκεί στο σκαλωμένο γιασεμί. Να σταθείς από κάτω του και να νιώσεις τις σταγόνες να σου δροσίσουν τα χέρια και με την μυρωδιά τους να θυμίσουν κάτι από βροχή. Δεν σου υπόσχομαι πως δεν θα σε μπουγελώσω!

- Η πρόταση απορρίπτεται. Όχι η καλή της πρόθεση. Ούτε το μπουγέλωμα. Αλλά όλο τ' αλλό δε θα είναι ίδιο. Και δε θέλω πια ημίμετρα. Τα θέλω όλα. Πειράζει; Κρατάω όμως και τον κουβά και το γιασεμί και την εικόνα. Αυτή πρόσεχε... Κρατάω τον κουβά!

- Μην κοιτάς τον ουρανό άλλο για σήμερα, αυτέ. Κοντά στην εξώπορτα έχει μια ρίζα που βγήκε έξω από το χώμα, μην σκοντάψεις.

- Μπορώ να τα καταφέρω όλα μέχρι ένα σημείο. Μη μου ζητάς να μην κοιτάω τον ουρανό. Κι αν ένα αστέρι χάσει τις ρίζες του; Ποιος θα το πιάσει;

- Τότε τ' αστέρι θα ΄ρθει μοναχό του εδώ και θα αφήσει κάτι στο από κάτι μας.

30.1.07

4 ... από το κάτι

Sponge Horizon Touch Heavens by ~sportula


- Όπως το σφουγγάρι, να μπορούσα να απορροφήσω οτιδήποτε βρωμίζει τη ζωή σου. Να εισχωρήσει μέσα μου ετούτη τη βρωμιά που μόνο να κολλάει σαν βεντούζα ξέρει. Με τρεχούμενο νερό να καθαριστεί έπειτα η βρωμιά, να μην αφήσει απομεινάρια στο σφουγγάρι. Όχι μοναχά την δική σου βρωμιά αυτέ, αλλά κι αλλουνού. Έχω καιρό που δεν έχω σφουγγάρι, ξεράθηκε με τη βρώμα μέσα του το τελευταίο, περίμενα να ανοίξει άλλος τη βρύση. Αυτέ πλύθηκες το πρωί;

- Η νύχτα είναι σφουγγάρι. Ξυπνάς το πρωί και έχει μαζέψει πάνω της όλο το βάρος. Και ξεκινάς πάλι από την αρχή. Αλλιώς. Μη μου μιλάς για αυτά που λες ότι έχεις αφήσει πίσω σου. Διάλεξε. Θα τα βρούμε πάλι μπροστά μας. Αυτό το σφουγγάρι που δεν ξέπλυνε, δεν είχε επάνω τη βρώμα του. Είναι αυτό που σε ρούφηξε. Διάλεξε. Το κρατάς σαν άλλο κομμάτι του εαυτού σου. Το πετάς μαζί μ' ένα κομμάτι του εαυτού σου. Διάλεξε.

- Διάλεξα ήδη. Διάλεξα ήδη σου λέω.

- Το ξέρεις πως όποιος έχει ανάγκη να το φωνάξει, έχει ανάγκη να το ακούσει ο ίδιος; Το ξέρεις ότι όποιος έχει ανάγκη να το επαναλάβει, έχει ανάγκη να το ξανακούσει; Το ξέρεις πόσο εύκολο είναι να κάνω τον έξυπνο; Το ξέρεις ότι σου είπα αυτά που δεν έχω πει στον καθρέφτη μου; Το ξέρεις ότι η επανάληψη κουράζει; Το ξέρεις ότι δεν έχει μείνει άλλη φωνή; Κι αυτό το άδειο που νιώθεις μετά από ένα ουρλιαχτό τι είναι; Τα έχεις κάψει όλα;

- Τα ξέρω και είναι φορές που θα προτιμούσα να μην τα ξέρω. Πάμε στον Λυκαβηττό να ουρλιάξουμε αυτά που δεν καήκανε;

- Όχι στον Λυκαβηττό. Θα βρω το σφουγγάρι μου.

- Τότε στο αμάξι μέσα με δυνατή μουσική. Εκεί ξέρεις συχνά έχω θελήσει να σου ουρλιάξω. Σε λίγο θα θέλουμε σφουγγάρισμα αντί για σφούγγισμα. Αν θες, αντιπρότεινε.

- Έτσι. Μέσα στο αυτοκίνητο τσίτα. Man is the baby εγώ. Εσύ;

- i've got the road in my blood 'cause you stole my heart away, εγώ.

3 1/2...από το κάτι


- Δεν μπορείς να κοιμηθείς έτσι. Φόρα το είπα...

- Μα γιατί με ξέρεις εσύ σήμερα έτσι; Αφού νόμισα πως στο έκρυψα με τόσα σουσάμια που μπουκώθηκα.

- Δεν ξέρω τίποτα και κανέναν. Νομίζω ούτε καν εμένα. Όταν μου λένε, ακούω. Μερικές φορές μαθαίνω...

- Μα δεν σου είπα. Έι, ας μην γίνουμε και ξερόλες άλλωστε. Πες, να, τώρα τι σκέφτεσαι και μετά θα σου πω κι εγώ. Έλα, πες μου.

- Θέλω λίγο αέρα. Αναπνέω με μάσκα και μηχανική υποστήριξη. Και μόνο ένα χέρι μπορεί να τραβήξει τη γαμημένη πρίζα. Αλλά δεν το κάνει...

- Να πιάσω την μια άκρη του σωλήνα και να φυσήξω μέσα της; Μακριά από πρίζες! Ρε αυτέ κάνε α!

- Δεν ήταν αυτοί οι κανόνες. Θα πω για να πεις. Σκέφτομαι άρα μπορεί και να υπάρχω. Μπορεί και να μην. Σκέφτεσαι...


- Τρυφερά το
είπα. Αλλά απάντησες. Δεν έχω κανόνες μαζί σου. Απλά είναι εύκολο να σου πετάω το μπαλάκι.

- Δεν παίζω. Το μπαλάκι είναι στο πάτωμα...

- Πιάσε το να του ζωγραφίσουμε ένα χαμόγελο. Ε καλέ μου αυτέ;

- Να το : )

- Προτού ξαπλώσεις απόψε, κοίταξε τα αγαπημένα σου πρόσωπα, εγώ λέω πως σου χαμογελάνε. Το δικό μου στο αφήνω νοητά στην άκρη του μαξιλαριού σου.

29.1.07

3 ... από το κάτι


- Αχνιστή και φρεσκοφουρνισμένη καλημέρα, αυτέ. Με ένα ξύλινο φτυάρι ξεφούρνιζε τα ψωμιά ο κύριος Γρηγόρης, ο φούρναρης. Ήταν εκείνος που σχολίασε ως άντρας τα "μπαλκόνια" μου, στην αρχή της εφηβείας. Αναψοκοκκίνισα κι έκοψα λίγη από την κόρα βιαστικά, να μασουλήσω αντί να του απαντήσω. Όταν αγοράζεις ψωμί κόβεις τη γωνιά του περπατώντας προς το σπίτι; Τα ακροδάχτυλά σου καίγονται από την καυτή ψίχα;

- Στόμα μπουκωμένο κομπλιμέντα. Τα κομπλιμέντα να τα ντύνεσαι. Δεν είναι ανάγκη να τα καταπίνεις. Έκοβα τη γωνία για το αχνιστό της εικόνας, για τη μυρωδιά που γινόταν γεύση και για να παντρευτώ μοναχοκόρη. Έτσι δε λένε; Έπιασε. Εσύ; 'Εβαζες γαριδάκια μέσα στο ψωμάκι; Έτρωγες βρεγμένο παξιμάδι με ζάχαρη; Βούταγες το δάχτυλο στο βαζάκι με το γλυκό του κουταλιού; Πέρασαν. Αλλά άφησαν. Μυρωδιές και γεύσεις κ' ένα χαμόγελο που δακρύζει στην άκρη... Καλημέρα αυτή. Καλή που θα 'ναι αυτή η εβδομάδα...

- Άραγε Τα κοπλιμέντα βγαίνουν σε μεγέθη, τυποποιημένα όπως το ψωμί που πουλάνε στο super market; Το ζεστό ψωμάκι, ξέρεις αυτό με το σουσάμι που πέφτει λες κι είναι κρατσανιστά δάκρυα, είχε ίον αμυγδάλου, που έλιωνε κι έμπλεκε τη γεύση. Από τα άλλα που με ρωτάς μόνο το γλυκό του κουταλιού, η γλυκάδα του να φτάνει μέχρι τον εγκέφαλο. Τα ψίχουλα εσύ τα σκορπάς έξω ώστε να τα φάνε τα πουλάκια; Όχι της αγάπης, του κολατσιού σου.

- Όχι τα περιστέρια. Με ενοχλούν. Τρώνε τσαπατσούλικα. Μπορώ να ρίξω όσο ψιχουλάκια θες στο σπουργίτι που χτυπάει το τζάμι μου. Πόσες εικόνες έχουν χαθεί; Πόσο καιρό έχω να δω ένα σπουργίτι στο τζάμι μου; Φεύγουν οι εικόνες. Φεύγουν οι μυρωδιές. Φεύγουν οι άνθρωποι. Φεύγουν κάποιοι έρωτες. Άλλοι μένουν για πάντα. Φεύγουν κι οι ανάγκες. Ξεχνιούνται. Γίνονται συνήθεια. Χειρότερα. Γίνονται αναβολές. Και το μόνο που χορταίνει πια με τα ψίχουλα σου είναι το σπουργίτι που χτυπάει το τζάμι με το ράμφος του. Παλιά χόρταιναν κι οι άνθρωποι. Εγώ χορταίνω. Κι ας λέω πάντα ότι τα ψίχουλα, είναι ψίχουλα. Θες ψίχουλο; Μερικές φορές δεν έχω τίποτα παραπάνω να δώσω...

- Σ΄εμένα όλα μένουνε και σκορπάνε από μόνα τους γιατί δεν με αντέχουνε μετά. Μπαίνουνε στο φούρνο και γίνονται παξιμαδοψίχουλα. Κι η γεύση τους είναι χωμάτινη, όπως το χώμα όπου σκορπιούνται οι άνθρωποι. Μην με ρωτάς αν θέλω, είναι από τις στιγμές που το φοβάμαι το ρήμα αυτό, άσε κράτα το ψίχουλο γιατί αν μετά το ζητήσεις πίσω πώς να το βρω να στο επιστρέψω;

- Μια από αυτές τις στιγμές που δεν ξέρω αν πρέπει να σε μαλώσω ή να σε φροντίσω. Σαν τα παραμύθια που διαβάζεις στα παιδιά. Δεν είσαι ποτέ σίγουρος ποια είναι η σωστή στιγμή για να πεις το κανονικό τέλος. Ότι η μαμά κατσίκα ανοίγει μ' ένα μαχαίρι τη κοιλιά του λύκου και βγάζει από μέσα τα παιδιά της. Γεμίζει την κοιλιά πέτρες και τον ρίχνει στο πηγάδι. Για μένα τα κατσικάκια παίζουν ακόμα πεντόβολα με τον λύκο, αφού ποτέ δεν τα έφαγε. Τα απήγαγε, αλλά εκείνα κατάφεραν με την καλοσύνη τους και τις τόσες ιστορίες αγάπης που του διηγήθηκαν να τον κάνουν φίλο τους. Η μαμά κατσίκα ακόμα βάζει ένα πιάτο στο τραπέζι για τον λύκο. Τι τέλος θέλεις σήμερα;

- Τίποτα δεν πρέπει, δεν μπορώ να ξέρω τι θες εσύ για εμένα, ούτε καν τι θέλω εγώ από εσένα. Γιατί τα ψίχουλα μοιάζουνε να γίνανε βαρίδια, λες έτσι να πιάνουν πάτο οι άνθρωποι; Καλή όρεξη, τρέχα στη μοναχοκόρη, σου έχει ζεσταμένο το φαί.

- Είναι μια από εκείνες τις ημέρες; Τα ψιχουλάκια γίνονται βαρίδια. Το σουσάμι κρατσανιστά δάκρυα. Πρόσεξε. Δεν ξέρεις μόνο εσύ μαγικά. Ξέρεις με τι ευκολία μπορώ να κάνω τα βαρίδια, φτερά; Τα κρατσανιστά δάκρυα, αστερόσκονη; Ξεντύσου τώρα και φόρα τούτο εδώ; Μην το κοιτάς. Ντύσου χαμόγελο κι έλα...

- Πάω να χωνέψω το χαμόγελο, δεν το ντύθηκα, το κατάπια ατσούμπαλα μόλις, για να μην απαντήσω.

- Εγώ τώρα θα φύγω. Θα γυρίσω αύριο. Και αύριο θα το φοράς. Θα δεις...

26.1.07

2 ... από το κάτι



- Βάζω χαρτόνι στις ακτίνες του ποδηλάτου για να ξυπνήσει όλη η γειτονιά. Να ξυπνήσεις κι εσύ. Δεν είναι θόρυβος. Δεν είναι χαρτόνι εμπόδιο είναι μετρητής ακτίνων. Του ήλιου. Του φεγγαριού. Των όσων θα πούμε. Μπορείς να μη με ξέρεις τόσο; Κανονικά δε θα πρεπε. Δεν ήταν δισταγμός αυτό στην απάντησή μου. Ήταν που είχε κολήσει η γλώσσα μου στον ουρανίσκο και έψαχνε μια τελευταία ανάμνηση σοκολάτας πραλίνας. Βγάλε το ποδήλατό σου. Έχω φέρει χαρτόνι. Πάμε να κάνουμε θόρυβο και να ξυπνήσουμε τη γειτονιά...

- Και πώς θα μετράω; Μέτρα ακόμα ένα μου μυστικό: όταν με ρωτάνε μια πράξη, κρυφά ανοιγοκλείνω τα δάχτυλα ακουμπώντας τα πάνω στο κορμί μου. Θα με μάθεις να κάνω ποδήλατο χωρίς χέρια; Ή μπορείς να τις στοιβάξεις τις ακτίνες να μου τις κάνεις αγκαλιά; Πες αυτό το "ό-ο-όοοοχι" να χαμογελάσω και μετά θα ξέρω πως είναι ναι. Εγώ σήμερα δεν ξέρω τι να κάνω για εσένα, ξύπνησα με μια γρατζουνιά, ανοίγοντας το παράθυρο στον ήλιο. Δεν ξέρω πως να σε ξέρω λιγότερο, μην φοβάσαι, να σε μαθαίνω κι άλλο μ΄αφήνεις;


- Το δώρο που σου χρωστάω θα είναι αριθμητήριο. Θυμάσαι εκείνα τα τεράστια που είχαμε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού; Όσο μεγαλώναμε μίκραιναν. Αυτά δεν άλλαζαν. Άλλαζε η οπτική μας γωνία. Θες να αλλάζεις οπτική γωνία; Δεν είναι γρατζουνιά. Είναι το φως που ήθελε να μπει μέσα. Μέσα σου. Για να μην σκοτεινιάσεις ποτέ ξανά. Δεν ξέρω αν θα σ' αφήσω να με μαθαίνεις. Κι άλλο. Μου βγαίνουν ώρες - ώρες κάτι ωραία τείχη κάστρου και μια βαθειά τάφρος γύρω μου. Στα τείχη υπάρχουν πολεμίστρες. Από εκεί μπορείς να μπεις. Στην τάφρο δεν υπάρχει ούτε μια γέφυρα. Για να κολυμπήσεις και να περάσεις απέναντι πρέπει ταυτόχρονα να μετράς. Ξέρεις να κολυμπάς με τα χέρια πάνω στο κορμί σου;

- Αυτός + αυτή = ...από το κάτι. Αυτή + αυτός = ...από το κάτι. Αυτός - αυτή = ... αδιαπέραστα από το κάτι. Όπως τα τείχη που χτίζεις και που κάθε φορά λέω να μην σου πω πως σε ξέρω πιο πολύ από αυτό που νομίζεις, που μου βάζω κάτι σαν ζώνη αγνότητος στο στόμα όμως, λουκέτο για να νιώσεις προστασία. Σου λέω γρατζουνιά είναι, από αυτές που η μαμά μου ποτέ δεν έβαζε ιώδιο, με έδινε σε άλλους να με φροντίσουν. Τις πολεμίστρες τις αφήνω για να με παρατηρείς, από κάτω να κολυμπώ, με τα χέρια κολλημένα, μετρώντας αυτή - αυτός = ...


- Όχι ιώδιο εσύ. Σουλφαμιδόσκονη. Ταιριάζει στα χρώματά σου. Όχι αφαίρεση. Μόνο πρόσθεση. Όχι λουκέτο. Μόνο passe partout. Όχι προστασία. Δεν θέλω προστασία. Καθόλου προστασία. Αυτό θα μου το κάνω εγώ. Αν με ταρακουνίσεις σου υπόσχομαι ότι δε θα σπάσω. Θα πέσει χιόνι κι αστρόσκονη. Σαν αυτά τα παιχνίδια που ταρακουνάς το νερό τους. Και χιονίζει άστρα. Θα λάμψει για λίγο και μετά όλα θα κάτσουν πάλι στον πάτο. Αλλά θα έχουν περάσει για λίγο από πάνω μου. Εσύ θα ταρακουνάς κι εγώ θα φωτίζω. Εδώ δε θα είναι όλα τακτοποιημένα. Γιατί δεν είναι έτσι κι αλλιώς. Τρικυμία επικρατεί. Κι εκεί όποτε έχει σκοτάδι θα ανάβει μια λάμπα θυέλλης. Μη φυσάς. Δεν σβήνει...

- Στο στόμα να την βάλω την λάμπα θυέλλης, να βρει προστασία αυτή, μου την χρειάζομαι. Κι αν σε "ταρακουνίζω" μην θυμώνεις, είναι όπως όταν σου ανακατεύω τα μαλλιά και αναρωτιέσαι.


- Άντε πάρε το ποδήλατό σου. Έχουμε να μαζέψουμε αμάραντους και άστρα και χιόνι και ξεβόλεμα και κουβέντες. Σου υπόσχομαι γρατζουνιές στο γόνατο και τους αγκώνες. Δεν μπορείς να μάθεις να αφήνεις τα χέρια σου από το τιμόνι χωρίς να πέσεις...

- Έι...πας γρήγορα κι εγώ πέφτω. Γρατζουνιά στην γρατζουνιά κι έρχεται Σαββατοκύριακο. Τα χερούλια του ποδηλάτου είχανε υπερθερμανθεί από τον ήλιο που μαζεύεις εσύ βιαστικά. Έι, δεν ξέρω πως να σε προλαβαίνω!


- Κι αυτό θα το μάθεις...

25.1.07

1 ... από το κάτι


-Καλημέρα για όταν ξυπνάς, αυτέ.
Πρόσεξε τα σκαλοπάτια, φυσάει εκεί έξω, πάω για ύπνο.



- Σου γράφω από το γραφείο. Δεν γλύστρησα. Αλλά δεν είναι αυτό. Είναι που μερικές φορές αφήνω λίγη ζωή να μου γλυστράει. Από τα χέρια. Από τις τρύπιες τσέπες του μοντγκόμερι που φέτος δεν φόρεσα ακόμα. Και δεν έχω τον έλεγχο του τι γλυστράει και πέφτει, και μερικές φορές την κάνει λίγη ευτυχία. Ρίχνω μια ματιά πίσω μου και την βλέπω στο πάτωμα. Όμως εκεί είναι 30'' πίσω. Κι εδώ ήδη 1 λεπτό μπροστά. Και μέχρι το επόμενο βήμα κι άλλος χρόνος. Κι ούτε που ξέρω τι έχει γλυστρήσει και δεν γύρισα πίσω να το κοιτάξω.
Καλημέρα για όταν ξυπνάς, αυτή.
Πρόσεξε τα σεντόνια σου. Γλυστράει παντού.

- Με ξύπνησε το τηλέφωνο, να θυμηθώ να βάλω ρουφιάνο και εκεί, να μου ψιθυρίζει στα μάτια μικρες απουσίες που δεν γουστάρω να σηκώνω. Τα σεντόνια μου τα στέγνωσε ο αέρας, αφού σου είπα, φυσάει εκεί έξω, αλλά κι εδώ μέσα καιρό τώρα. Αυτέ, προτιμάς τα χέρια σου ελεύθερα να κινούνται διαρκώς. Μόνο που συχνά τα τινάζεις όπως όταν πλένεις τα χέρια σου σε κάποιο τελειωμένο wc και δεν βρίσκεις χαρτί. Την επόμενη φορά, ακούμπησε τα χέρια σου στο πρόσωπο κι η ευτυχία θα μπει στους πόρους, ανάμεσα από τα γένια δύο ημερών. Να σου βρω ένα μπάλωμα να το σιδερώσω στην αριστερή τσέπη του μοντγκόμερί σου; Με σχέδιο ό,τι θες εσύ, με ευτυχία όση μπορώ εγώ.


- Θα δίνεις και δε θα παίρνεις. Θα μπαλώνεις και δε θα σε μπαλώνουν. Θα γελάνε και δε θα γελάς. Θα αγαπάς και δε θα σε αγαπάνε. Θα πονάς και δε θα σε πονάνε. Θα είσαι εκεί και δε θα βρίσκεις κανέναν. Θα ακούς και δε θα σε ακούνε. Θα στο λέω και δε θα με ακούς. Το παραμύθι τελειώνει όταν ανοίγεις την πόρτα σου. Ο αέρας δε στεγνώνει μόνο τα σεντόνια. Φυσάει ψυχές. Στεγνώνει ψυχές. Φυσάει όταν νιώθεις. Στεγνώνει ό,τι νιώθεις. Φυσάει πόνο. Στεγνώνει πόνο. Φυσάει πληγές. Ξεραίνει πληγές. Φυσάει δάκρυα. Στεγνώνει δάκρυα. Φυσάει αυτόν. Κι αντιστέκεται. Φυσάει αυτήν. Και παίρνει τ' άρωμά της... Να προσέχεις τους άλλους, αυτή...

- Ακόμα κι αν προσμένω να το κάνουν, το ξέρω πως δεν αλλάζει κάτι με το να το απαιτήσω. Όσο ερεθιστικές κι αν είναι οι μικρές προστακτικές. Έχω και για εσένα μία, ανείπωτη καιρό τώρα: "κράτα μου το χέρι". Να μην τελειώσει το παραμύθι, η πόρτα έχει ένα παράθυρο που ακουμπώ το μάγουλο, θολώνω το τζάμι με την ανάσα και περιμένω. Τον προσέχω, τον άλλον. Σε προσέχω, αυτέ. Με προσέχω, ωχ αυτή η δική μου προστακτική σκάλωνει λίγο, εκεί.


- Όπως παιδιά. Αν τρέξω θα προλάβω να ζωγραφίσω στο τζάμι. Μια ανάσα που γίνεται κάτι για λίγο. Από παιδί μου άρεσε να ακουμπάω το μάγουλο στο τζάμι. Για την αίσθηση. Για την υγρασία. Γιατί έφερνε λίγο από το απέξω. Κι αν μου πεις να κρατήσω κάτι, θα είναι αυτός ο βόλος. Που δεν έβαλα ποτέ στη σειρά για να μη γίνει η μπάζα κάποιου άλλου. Αλλά τον έχασα. Τότε πρέπει να ήταν που μεγάλωσα λίγο. Και μετά μεγάλωσα κι άλλο. Κι άλλο, με καθε χαμένη ανάμνηση. Τώρα και να προσπαθήσω δεν μου κάνουν τη χάρη. Πήγαν εκεί που πάνε οι χαμένες αναμνήσεις και οι χαμένες ευκτικές... Οι προστακτικές σκαλώνουν. Οι ευκτικές πουθενά. Να είσαι εκεί όταν θα περνάνε από μπροστά σου κι αν χρειαστεί να κρεμαστείς στον γκρεμό, εγώ θα σου κρατάω το χέρι αυτή..

- Σχεδίασέ μου στο τζάμι το σχέδιο για το μπάλωμα όμως, αυτό της ευτυχίας που σου γλυστρούσε πριν. Στο σπίτι που μεγάλωσα, τον Σεπτέμβρη, άδειασα τους γυάλινους βόλους σε ένα τετράγωνο βάζο. Σκέφτηκα πως έτσι δεν θα γδαρθεί η στρογγυλάδα τους, αλλά θα τους προστατεύουν οι κοφτές γωνιές του γυάλινου τετραγώνου. Αν τις θες, όλες δικές σου, τις αντέχεις;


- Τις μπίλιες τις κερδίζεις. Ακόμα και στο φλιπερ. Παίρνεις έναν ακόμα γύρο και το "φεγγάρι μια μπίλια στου ουρανού το μπιλιάρδο...". Πάμε για σοκολάτα πραλίνα στο Cafee de la lune; Θα ανέβω τη σκάλα ή θα ρίξεις τα μαλλιά σου; Μην ακούς τι λέω. Κανένα παραμύθι δεν τελειώνει.

- Μα αυτό δεν θέλω, να έχω παρτίδες αγώνα μαζί σου. Ραπουνζέλ, σοκολάτα πραλίνα για αυτόν πασπαλισμένη με κομματάκια ευτυχίας, σοκολάτα φουντούκι για εμένα, να φουντώσει ο αέρας, μια ανάσα ξεφυσώ...


- Σήμερα στις 11. Σελήνη 7 ημέρων. Στη γέμιση. Σα χαμόγελο. Θα περάσω να σε πάρω...

- Ήχος σφραγίδας, με μπόλικο μελάνι το διάβασα αυτο το ραντεβού. Από τα σημάδια που δεν τινάζω από τα χέρια μου σε πρόχειρα wc. Το σχέδιο του μπαλώματός σου αποφάσισε, η κάθε ιστορία διαρκεί μία μέρα, με ημερομηνία λήξης, χρονική μοναχά.

24.1.07

πιάσε


δοκιμάζω ένα τίποτα, το έπιασες αυτέ;

το τίποτα σου, το κάτι μου, αυτή