29.5.07

29 . . . από το κάτι


- Και μετά κάθησαν στο παγκάκι με τις ώρες. Όχι γιατί είχαν κάτι να πουν με τις ώρες. Αλλά ένιωθαν ότι ανήκουν. Και οι αγκώνες τους ήταν στη σωστή θέση. Και δεν ξανασηκώθηκαν. Έκατσαν και ξέχασαν να σηκωθούν. Τι θα γινόταν αν σηκώνονταν και σταματούσαν να νιώθουν;

- Ίσως να μην χρειάζεται να νοιώθουν διαρκώς. Άλλωστε όταν ανήκει ο ένας στον άλλον, αυτό συμβαίνει από μόνο του. Αλλά εκείνοι λες να μην το γνώριζαν; Ή αυτό που συμβαίνει γίνεται χειροπιαστό μόνο όταν το νοιώθεις;

- Μα είναι το παγκάκι που δε θες να αφήσεις. Ο άνθρωπος που δεν θες ν' αφήσεις. Αυτό που έκανε ένα παγκάκι, "το παγκάκι" σας, μας... Κι αυτό που συμβαίνει θα συμβαίνει για πάντα εκεί. Όταν σηκωθείς από εκεί, είσαι ήδη αλλού. Ανήκεις ή δεν ανήκεις ακόμα, αλλού.

- Με πονάει ο αγκώνας μου σ' 'ενα του σημείο.
Δεν αντέχω το πώς να ανήκω, όχι το που.


- Ποιο πως; Όπως.

- Όπως όπως δηλαδή; Με οποιονδήποτε τρόπο; Δύσκολα ξεκουνιόμαστε από τα παγκάκια που στρογγυλοκάθονται τα νοιώθω και τα μείνε "μας".

24.5.07

28 ... από το κάτι


- Έξω βρέχει. Μέσα βρέχει; Ωραία δεν θα 'ταν να μην είσαι μπροστά σε μια οθόνη, αλλά ξαπλωμένος στο γρασίδι να χαζεύεις τις στάλες που σου κάνουν επίθεση. Και να βρέχει και έξω και μέσα και να πλημμυρίσει παντού.

- Φουσκώνουν τα συναισθήματα έτσι που βρέχει. Νοιώθεις πως χρειάζεται να κλάψεις; Και να γευτεί ο άλλος απ΄τα μάτια σου το γλυκό μαζί με το αλμυρό σου. Ε;

- Τσου. Ή σπάνια. Χαζεύω μόνο. Αυτό που προσπαθείς να πιάσεις με το μάτι σου την πορεία μιας στάλας από όσο ψηλότερα γίνεται μέχρι να σκάσει στο χώμα. 1 δευτερόλεπτο; 2; Και φοράς επάνω της ό,τι θέλεις. Αν έχεις φόβο. Φορτώνεις φόβο στην σταγόνα και τον αφήνεις να σκάσει στο χώμα. Αν έχεις πίκρα. Πίκρα. Αν έχεις πόνο. Πόνο...

- H αγκαλιά που δεν συμβαίνει; Ο ύπνος που ακούγεται μόνο μία ανάσα αντί για δύο; Χωράνε αυτά σε μια σταγόνα; Η δικιά σου η σταγόνα τι χωράει μέσα της;

- Το post είναι δικό μου. Εγώ κάνω ερωτήσεις. Αλλά αν θες απαντήσεις λάθος άνθρωπο ρωτάς. Βρέχει. Ρώτα καμιά σταγόνα τι αντέχει;

- Ήμουν σίγουρη πως δεν θα απαντήσεις. Αλλά έξω έχω ένα κουβά που γεμίζει με βροχή. Αν βάλεις εκεί τα χέρια σου θα νοιώσεις τις απαντήσεις σου που στάζουνε εκεί μέσα. Για ποια σταγόνα μου με ρωτάς;

- Αφού ήσουν σίγουρη γιατί ρώτησες; Αυτό μ' αρέσει. Θα παίρνω σιγουριές και θα τις κρεμαώ στις σταγόνες για να τις βλέπω να σκάνε στο χώμα.

- Γιατί σκέφτηκα πως έτσι θα σε ρίξω, όπως οι σταγόνες. Αλλά σκαλώνεις κι εσύ κι οι απαντήσεις σου όπως σκαλώνουν κι οι σταγόνες ανάμεσα μας,

- Ωραία εικόνα. Αλλά καταδικασμένη σαν όλες τις ωραίες εικόνες που ξέρουν ότι υπάρχουν ομορφότερες. Καμιά σταγόνα δεν έχει σκαλώσει, ποτέ. Έχεις φάει τόση βροχή από εδώ, που δεν θα έπρεπε να με ρωτάς τι χωράνε οι σταγόνες μου. Αν θες έχω ένα ωραίο αδιάβροχο στο συρτάρι. Το κράταγα γι αυτούς που θέλουν να τα βλέπουν όλα γραμμένα. Αν θες. Υπάρχει πάντως...

- Η ομορφιά αυτή θυμίζει τις σταγόνες που έγιναν λάσπη στα παπούτσια και που άφησαν λεκέ για πάντα στο χαλί. Το αδιάβροχο εσένα σου χρειάζεται, να σε προφυλάξει κι άλλο. Όχι από τις σταγόνες, αλλά από την ίδια σου την καταιγίδα. Εγώ, περπατώ με γυμνά τα πόδια δεν το θυμάσαι;

- Ωραία. Πάμε από την αρχή. Να περπατήσουμε στο βρεγμένο γρασίδι. Να ξαπλώσουμε και να κοιτάμε τον ουρανό που θα μας κάνει επίθεση. Κι εκεί τα λέμε...

23.5.07

27 . . . από το κάτι


- Κοιτάς το πρόσφατο παρελθόν σου, αυτό που χτίστηκε από τη δύναμη της ανάγκης σου. Έχεις προσέξει ποτέ πως το κούτελο μοιάζει με πεζούλι φτιαγμένο από μάρμαρο; Εκεί, στην πίσω του μεριά κρύβεται το ταξίδι που δεν τολμάς να αποφασίσεις να ζήσεις στο τώρα σου. Προτιμάς να επιστρέφεις στο τότε σου και να το ταξιδεύεις στο εδώ σου με το να απομονώνεις τις στιγμές αυτές, να τις τοποθετείς -και καλά με ψυχραιμία- μέσα σου και να φεύγεις. Ταξίδεψε το τώρα σου, σήμερα.

- Παίρνω το τώρα μου από το χεράκι και το κάνω αύριο και αύριο και μεθαύριο και παραπέρα ακόμα. Και έφυγε κι αυτός ο μήνας, κι αυτός ο χρόνος, κι ο άλλος. Κι έπεσαν βροχές και άνθισε ως και η γαρδένια μου που αρνούνταν τόσα χρόνια. Και ξαναπαίρνω το τώρα μου από το χεράκι και το κάνω αύριο και αύριο και μεθαύριο και παραπέρα ακόμα. Και έφυγε κι αυτός ο μήνας...

- Έλα να κάτσουμε στο πεζούλι, εκείνο το μαρμαρένιο και να κάνουμε πρόβα στην αναπόληση του τώρα μας. Εγώ, κρατώντας στη χούφτα μου απλωμένο ένα χάρτινο καραβάκι να πω: "έλα να ταξιδέψουμε μαζί τις ζωές μας". Εσύ, κρατώντας ανάμεσα στα δάχτυλα μια γαρδένια να πεις: "έλα ν΄ανθίσουμε τις καρδιές μας". Πού ξέρεις, μπορεί να το ακούσουν αυτόν τον μήνα, αυτόν τον χρόνο, αυτό το τώρα.

- "...σαν καραβάκια χάρτινα οι χαρές, βουλιάζουν άτυχα σε μέρες βροχερές...". Μπλουμ. Πάτος.

- Η γαρδένια, σε πιατάκι με νερό, σαν καραβάκι να επιπλέει, μύρισε το ταξίδι που σου χρωστάς να κάνεις μαζί της αφού δεν αντέχει τα αύριο και τα μεθαύριό σου, είναι του ταξιδιού του σήμερα να την ζήσεις αυτέ.

22.5.07

26...από το κάτι


- Για να τρόμαξε, πάει να πει ότι δεν έχει μάθει να αγαπιέται...

14.5.07

25... από το κάτι


- Δεν είναι που σου είπα να προσέχεις, είναι που ήξερα πως δεν μπορεί να σε προστατέψει κανείς. Γύρνα τώρα την πλάτη. Και μην ανησυχείς κανένα όνειρο δεν θα ξεκαρφιτσωθεί. Ίσως μόνο ένα. Αλλά δεν είναι το δικό σου. Είναι περισσότερο το δικό του. Και αυτό που σε κάνει αυτό που είσαι, είναι ότι θα το μαζέψεις, ακόμα και αν σε τραμαύτησε με την φόρα του, και θα του φερθείς όπως του αξίζει.

- Να γίνομαι ο ελάχιστος λόγος του άλλου στο να κάνει την υπέρβαση. Είναι αυτό το κάτι που γράφει πάνω του πως ίσως τελικά δεν αξίζω εγώ στο όνειρο.

- Δεν μου έρχεται κανένα όνειρο αυτήν την στιγμή που να μην του αξίζεις. Έχω ονόματα στο μυαλό μου, αλλά όχι όνειρα. Μας κάνεις όλους και βολευόμαστε. Βουλιάζουμε σε καναπέδες με μαλακά μαξιλαράκια, αυτά που σε γλυτώνουν από την ελεύθερη πτώση. Και το χειρότερο; Το δεδομένο μεταφράζεται και χρησιμοποιείται από τον καθένα κατά βούληση. Δυστυχώς...

- Κοιμάμαι στα χέρια μου. Δεν ξέρετε, δεν θέλετε, δεν επιθυμείτε, δεν έχετε την ανάγκη να κάνετε τα χέρια σας μαξιλάρι για να γευτώ κάτι που να αγγίζει λίγο από το όνειρο. Ακόμα κι εσύ, όταν απλώνω το χέρι μου προς εσένα, κοιτάς απορημένος, είναι μοναχά μια μικρή στιγμή όπου ψάχνω ένα μαξιλαράκι κι εγώ.

- Είναι που συνήθησαν αυτό το χέρι να δίνει και ποτέ να μην ζητάει. Μετά το κοιτάς να αιωρείται. Για κάποιον λόγο.

- Ποιος ο λόγος σου; Να, ζητάω και μαζί σου ξεβολεύω ένα μαξιλαράκι. Αλλά αν μου το ζητήσεις, έτοιμο το έχω να στο βάλω στην ίδια βουβή του θέση.

- Μια σιωπή με κυνηγάει μήνες τώρα. Ωραία σιωπή τούτη 'δω όμως...

- ...