23.3.07

22 ... από το κάτι

- Ο αέρας γίνεται ο ταχυδρόμος μου και φέρνει κάτι από το ένα μέρος στο άλλο, από τον έναν άνθρωπο στον άλλον. Ο αέρας αφήνει τα κάτι μου στην άκρη του φεγγαριού, στο τζάμι του αμαξιού, ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού ή ακόμα και στο πάτωμα να σκαλώσουν σαν χαλικάκια στην σόλα του παπουτσιού του. Τα κάτι αυτά, είναι συνήθως φιλιά με αγάπη.

- Ο αέρας είναι κάτι σαν ταχυδρόμος. Ξέρει από που παραλαμβάνει, αλλά δεν ξέρεις ποτέ που παραδίδει. Και τα φιλιά σου, τα γεμάτα αγάπη μπορεί να πέσουν σε γούβες με λάσπη, να βρεθούν σε κεραμίδια, να πέσουν στον υπόνομο. Μπορεί και να χαϊδέψουν μάγουλα. Μπορεί να μπουν μαζί με την σκόνη και σ' ένα ζευγάρι μάτια. Και να τα κάνουν να κλάψουν από αγάπη.

- Ο αέρας πάλι θα ξεράνει τα δάκρυα αυτά. Κι εκείνα, τα φιλιά τα σταλμένα από αγάπη, να μοιάζουνε σαν τα ρυάκια που φτιάχνεις με το δάχτυλο στο χώμα.

- Ή σαν τις καρδιές που φτιάχναμε στην άμμο. Με ονόματα κι ένα βέλος. Και 3 σταγόνες αίμα. Και μετά ο αέρας θα φέρει ένα κύμα για να σβήσει ό,τι έπρεπε να σβηστεί.

- Ας πιαστούμε χέρι-χέρι κι ας αρχίσουμε σβούρα γύρω γύρω. Για να φυσήξουμε όσα τέτοια φιλιά με τον αέρα μας.

- Τι έγινε; Πιάσατε κανένα;

15.3.07

21...από το κάτι


- "Χαμήλωσε. Από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα. Δεν διακρίνεται η αλήθεια. Χαμήλωσε." Εντάξει δεν διακρίνεται η αλήθεια. Αλλά από ψηλά δεν ζωγραφίζονται τα όνειρα; Δεν μπορείς να τους πετάς κουβάδες μπογιάς σ' ένα από αυτά τα όνειρα που είσαι έξω από τον εαυτό σου και τον παρακολουθείς. Πετάς τόνους μπογιάς στο όνειρο του ονείρου και γίνεται άνοιξη. Το ξέρω ότι άλλο πράγμα λέει ο στίχος, αλλά μου ήρθε αυτή η εικόνα. Και ήθελα λίγο να εκβιάσω τον ερχομό της άνοιξης. Παλιά την έφερναν τα χελιδόνια. Πάνε χρόνια που δεν θυμάμαι την άνοιξη να έρχεται σε ασπρόμαυρες φτερούγες. Αλλά δεν ξεχνάω που παίζαμε στην γειτονιά και το πρώτο χελιδόνι έφερνε χαρά. Για ποιο λόγο δεν ξέρω. Και τρέχαμε στις χελιδονοφωλιές για να δούμε ποια οικογένεια έφτασε πρώτη. "Θα ξαναρθούν μικρές χαρές", λέει ο άλλος στίχος. Ωραία υπόσχεση, αλλά υπάρχουν και άλλες τόσες που τις αφήσαμε να πετάξουν μακριά. Θα μου πεις φταίω εγώ που δεν ήρθε κανένα χελιδόνι να φτιάξει το σπίτι του στο σπίτι μου; Νομίζω ότι δεν φταίω. Τόσες γωνίες φτιάξαμε. Αλλά πολλές φορές όσο και να προετοιμάσεις το σκηνικό, η σκηνή μένει άδεια. Δεν φταις. Αλλά μένει.

- Πολλά όνειρα, κουβάδες ξέχειλοι με χρώμα. Μένω στην σταγόνα που τρέχει στα πλάγια και πανικόβλητη ψάχνω πατσαβούρα να την μαζέψω να την ξαναβάλω μέσα στον κουβά. Την μαζεύω με τη χούφτα, εκείνη την σταγόνα που θα χρωματίσει τα μάτια μου στο όνειρο, την άλλη σταγόνα που είναι προορισμένη για να γίνει η ανθισμένη αμυγδαλιά στο παραδίπλα όνειρο. Μα αυτές οι σταγόνες δεν ξαναγυρίζουν στο όνειρο και εισχωρούν στο μυαλό και το κάνουν σταχτί. Είναι κανόνας βλέπεις απαράβατος. Ό,τι ξεχειλίζει να χάνει το χρώμα του και την διάστασή του, όπως ο έρωτας, όταν μεταμορφώνεται σε ανοιξιάτικο. Τα κάλαντα του Μάρτη ή αλλιώς χελιδονίσματα τα τραγουδάς εσύ; Σιγοτραγουδώ αυτό που θυμάμαι: "Χελιδονάκι πέταξε βρήκε πύργο κι έκατσε και γλυκοκελάιδησε: Μάρτη Μάρτη μου καλέ. Μάρτη Μάρτη μου καλέ και Φλεβάρη φοβερέ κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις, πάλι Άνοιξη θ΄ανθίσεις". Η ασπροκόκκινη κλωστή στο χέρι για να μην με κάψει ο ήλιος. Μα δεν φοβάμαι τον ήλιο, τα όνειρα που με καίνε φοβάμαι πιότερο.

8.3.07

20 ... από το κάτι

- Τα όνειρα ανθίζουν κι αφού ξυπνήσει το κορμί. Εκεί που ετοιμάζεις τον πρώτο καφέ, μια στιγμή του ονείρου ξεπετάγεται σαν μπουμπούκι μέσα από την κούπα. Η ονειρένια στιγμή γίνεται πραγματική στιγμή, μεταμορφώνεται σου λέω. Μην νομίζεις, δεν χρειάζονται πολύ φροντίδα για να δεις τα μπουμπούκια να ξεπετάγονται. Λίγο χώμα από στεγνωμένες σκέψεις μέσα σ΄ένα καπέλο που τρύπησε από έρωτα το καλοκαίρι και νερό μέσα από τις χούφτες αρκεί.

- Ανθίζουν τα όνειρα. Ανθίζει ο προύνος και ο σφένδαμος. Άνθιζει η καμέλια και η γαζία. Ανθίζει η ορτανσία και η ορχιδέα μου. Ανθίζουν και μοσχοβολάνε. Όνειρα κι αγάπες. Περιμένω και τη γαρδένια ν' ανοίξει ένα μπουμπούκι της. Δεν τα έχω καταφέρει ποτέ. Δεν ανθίζουν. Μένουν μπουμπούκια που στο τέλος πέφτουν στα σκαλιά. Όπως μερικά όνειρα και μερικές αγάπες.

7.3.07

19...από το κάτι


- Πόσες φορές έχεις απλώσει τα χέρια σου να πιάσεις το μπαλόνι που έφευγε καρφωτό για τα σύννεφα; Σίγουρα σου έμεινε το κόκκινο παλτό. Και λίγο από σύννεφο στα χέρια. Γιατί το σύννεφο μπορείς να το κρατήσεις. Τους ανθρώπους και τα μπαλόνια όμως; Σκάνε.

- Μοναχά τα κοιτούσα να φεύγουν και τα χέρια μένανε μαραμένα στο πλάι. Ακόμα και τώρα μένω με τη χούφτα μισάνοιχτη, όταν φεύγουν οι άνθρωποι, νοιώθοντας το χέρι μου να τελειώνει εκεί που άρχιζε του αλλουνού του χέρι. Ίσως καλύτερα που πετάνε και φεύγουνε πριν χάσουν τον αέρα από μέσα τους. Άραγε τα μπαλόνια φουσκώνουν και πάλι όπως οι άνθρωποι μετά από ένα πρωινό ξώφαλτσο φιλί;

- Εκεί είναι η διαφορά. Τα μπαλόνια δεν παίζουν πια μαζί σου. Οι άνθρωποι όμως. Και δεν είναι όλα τα παιχνίδια, παιχνίδια. Από την άλλη ποιος αφήνει στην μέση μια παρτίδα; Ακόμα κι όταν ξέρει ότι θα χάσει. Και το χαμένο παιχνίδι, παιχνίδι είναι. Που ξέρεις μπορεί κι αυτό να σου καρφώσει ένα χαμόγελο. Μπορεί κι αυτό το πρώτο χαμόγελο, του πρώτου παιχνιδιού.

- Μην ξεχνάς πως και μ' 'ενα σπασμένο μπαλόνι μπορείς να φτιάξεις μπαλονάκια, ενώ από σπασμένους ανθρώπους τι φτιάχνεις; Όταν παίζω δεν με νοιάζει να κερδίζω, μ΄αρέσει να κλέβω στα φανερά. Τότε να γελάει κι ο άλλος που με είδε, να με αρπάζει και να γίνεται η αγκαλιά του φυλακή. Πόσες φορές φυλακίστηκες μέσα στο παιχνίδι που δημιουργείται μεταξύ των δύο;

- Έχω κόψει το τάβλι γιάτι έχανα πάντα. Εντάξει. Είπα ότι κι η ήττα έχει την πλάκα της. Αλλά όχι η πάντα ήττα. Γι αυτό τάβλι ποτέ. Άντε πάλι. Πάντα και ποτέ. Θυμάμαι πολλές αγκαλιές φυλακές. Ευτυχώς καμία φυλακή αγκαλιά.