14.11.08

44 . . . από το κάτι


- Αιώρηση. Τα πλέον ειπωμένα ανείπωτά μου σαν σκουριασμένες πρόκες πάνω σε μια κούνια. Ζαλίζομαι με το διαρκές μπρος-πίσω. Γέμισα πάλι αγκίδες αδημονώντας μήπως και με δεις. "Και πάντα προσμένω μα δεν σε καλώ". Αιωρούμαι λίγο προτού πηδήξω από την αναθεματισμένη κούνια.

- Μα είναι σαν να μου λες ότι πρέπει να σε ξεριζώσω από μέσα. Από εδώ. Μέσα. Για να σε βγάλω και να σε δω απέναντι. Γιατί να σε δω απέναντι. Εδώ μέσα δεν σε χάνω. Εκεί έξω πάνω σε μια κούνια, στο ψηλά θα σε βλέπω και στο χαμηλά θα σε χάνω.

- Γιατί το μέσα που λες γίνηκε απατηλό. Γιατί κουράστηκα. Γιατί κι εγώ σε έχω μέσα μου αλλά στο δείχνω κιόλας. Γιατί πόσο ζήτουλας άλλο να γίνω για ελάχιστη προσοχή; Στο έξω, όχι στο μέσα. Γιατί όποτε ζητήσω, γίνεται φόβος+πίεση+ενοχές+φευγιό. Γιατί και που το λέω δεν ακούγομαι. Γιατί το πέρα-δώθε του έξω με γαμάει και είναι λες το μέσα να μην υπάρχει πια.