15.2.07

16...από το κάτι


- Περνάει. Τρέχει. Δεν προλαβαίνεις. Δεν προλαβαίνω. Φορτώθηκα. Δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω λίγο. Δικό μου. Δικό μου και δικό της. Που πάει; Πόσος μένει ακόμα; Κι αν αυτός είναι ο τελευταίος κόκκος άμμου που έχει μείνει; Θέλω να πω, θυμάσαι να ζεις κάθε στιγμή; Τετριμμένα; Σαν να είναι η τελευταία; Θες να τον παγώσω;

- Τον αφήνω να σκορπίζει. Αν γινόταν να σου έδινα κάμποσο από τον δικό μου χρόνο. Εδώ και καιρό μου φτάνει τόσος χρόνος όσος μιας χούφτας άμμου. Τον έβαλα σε κλεψύδρα αλλά ήτανε ραγισμένη κι έτσι γέρνει ο χρόνος και περνάνε γρήγορα οι στιγμές μαζί του. Οι παγωμένοι κόκκοι δεν προλαβαίνουν να κάνουν τικ-τακ και να φύγουν; Αν ναι, τότε σε παρακαλώ πάγωσέ τον.

- Θα προσπαθήσω. Αλλά δε βοηθάει καθόλου αυτός εδώ ο χειμώνας. Τι να κάνω με μια μόνο νιφάδα; Προλαβαίνω να παγώσω έναν κόκκο άμμου. Τον τελευταίο. Για τώρα. Μετά γυρνάς την κλεψύδρα ανάποδα. Και ξανά από την αρχή. Μόνο που τίποτα δεν είναι ίδιο πια. Άλλος χρόνος. Άλλη εποχή. Αλλιώς όλα.

- "Είναι σαν να έρχεσαι για να φύγεις. Ενώ μέσα σου θες μοναχά να έρχεσαι, χωρίς να φεύγεις" είπε αυτή στον άλλον γραπώνοντας τον χρόνο του μέσα στον δικό της με τα χέρια της τυλιγμένα πάνω στο στέρνο του.

- Μου τη δίνει να κλαίγομαι για κάτι που έτσι θα είναι. Όσες γραμμές κι αν προσθέσουμε ο ένας κάτω από τον άλλο. Είναι τόσος. Όσος. Αρκεί να είναι γεμάτος. Να μην γλυστράει. Να μην νιώθω σαν ήρωας ταινίας που στέκομαι στο κέντρο κι όλα τρέχουν γύρω μου. Να είναι σαν την σκηνή στο σταθμό στο "Βασιλιά της Μοναξιάς". Που ο χρόνος αλλάζει κι όλοι αρχίζουν να χορεύουν. Να χωράει λίγη γαμημένη μαγεία.

- Στιγμές παραγεμισμένες με μαγεία λοιπόν, αλλά να μην γλυστράνε από τη χούφτα ρε αυτέ, να μένουν κολλημένες και να κάνουν χρατς-χρουτς-τικ-τακ. Δεν έχω δει την ταινία, ας την κυλήσουμε παρέα κάποια στιγμή, ναι;

2 comments:

Anonymous said...

H θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τα όρη της Aίγινας
λαχανιασμένη ανάσα·
το δέρμα σου γλιστούσε στο δέρμα της
εύκολο και ζεστό
σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

Mα στά ρηχά
ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό–
αν συλλογιζόσουν ως που τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.

Γ.Σ

...!

αυτος said...

...!